Παρόλο που γεννιόμαστε απόλυτα εξαρτημένοι από φροντιστές, όσο προχωράμε στα αναπτυξιακά στάδια  κι αποκτούμε δεξιότητες, οι άνθρωποι προσπαθούμε να είμαστε αυτάρκεις. «Μόνο μου» φωνάζει το παιδάκι, ορθώνοντας το ανάστημά του την ώρα που πασαλείβεται με το κουτάλι να βρει το στόμα ή παλεύει να βρει το  μανίκι να ντυθεί. Εκεί έρχεται ο ενήλικας, που κάποτε εκπαιδεύτηκε κι εκείνος, και του υποδεικνύει  ποιο παπούτσι μπαίνει σε ποιο πόδι, ενώ αργότερα του μαθαίνει πώς να δένει και τα κορδόνια του.

Αν κάποιος δεν του δείξει έναν άλλον τρόπο που έχει φανεί να δουλεύει, το παιδί θα παρατηρήσει άλλους, θα μιμηθεί, θα πειραματιστεί, θα δοκιμάσει διάφορους τρόπους, θα επιμένει ή μπορεί και να χάσει το ενδιαφέρον του και να παραιτηθεί. Φορώντας το δεξί πόδι στο αριστερό παπούτσι, δε θα έχει την δυνατότητα να αναπτύξει την κίνησή του, ενδεχομένως θα πονά, θα μπερδευτεί στα λυμένα κορδόνια και θα πέσει, θα σηκωθεί, θα ξαναπέσει κι ίσως κάποια στιγμή αποθαρρυνθεί, κουραστεί και σταματήσει να προσπαθεί, περιορίζοντας έτσι σημαντικά τη σφαίρα δράσης του, τη στιγμή που παραδίπλα μια καλύτερη ποιότητα ζωής τον προσπερνά.

Μεγαλώνοντας, κι όσο έχουμε παγιώσει συνήθειες και συμπεριφορές, έχουμε την τάση να επαναλαμβάνουμε ίδιες μεθόδους, ελπίζοντας σε διαφορετικά αποτελέσματα, μην έχοντας ωστόσο διδαχθεί από την εμπειρία. Όσο φαίνεται να μην τα καταφέρνω με τον τρόπο που προσπαθώ, ενδεχομένως μια εσωτερικευμένη επικριτική φωνή μου λέει «είσαι άχρηστος», μια άλλη απαιτητική «έπρεπε να τα καταφέρνεις, όπως οι άλλοι», μια τελειοθηρική με ωθεί στα άκρα «αφού δεν μπορείς να κάνεις τον τέλειο φιόγκο στα κορδόνια, δεν έχει  νόημα καν να προσπαθείς, άφησέ τα λυμένα», μια ενοχική μου ρίχνει το φταίξιμο, και κάπως έτσι σιγά σιγά τις πιστεύω τόσο πολύ που ξεχνώ πως έχω δυνατότητες που αφήνω αναξιοποίητες, επειδή έπαψα να πιστεύω στον εαυτό μου, επειδή συνήθισα να είναι έτσι τα πράγματα και δεν γνωρίζω άλλον τρόπο να λειτουργήσω, επειδή φοβάμαι την όποια αλλαγή, το ανοίκειο άγνωστο ή επιμένω να πρέπει να τα καταφέρω μόνος μου, ακόμη κι αν η εμπειρία δείχνει πως επαναλαμβάνω έναν αναποτελεσματικό φαύλο κύκλο.

Στην αρχή θα υποτιμήσω τα σημάδια, θα κάνω πως δεν ακούω τις ανάγκες μου, θ’ αναζητήσω αντιπερισπασμούς, θα προωθήσω στην λίστα προτεραιοτήτων υποδεέστερες ανάγκες, θα φάω τα συναισθήματά μου, θα πνίξω στο αλκοόλ και στις ουσίες την μοναξιά μου, θα πέσω με τα μούτρα στη δουλειά και στην φροντίδα των άλλων για να μην αφήσω περιθώρια στις δύσκολες σκέψεις για τον εαυτό μου, θα κάνω περιττές αγορές που υπόσχονται εφήμερα χαμόγελα, θ’ αποκοπώ από τις σχέσεις που θέλουν δουλειά και δεξιότητες επικοινωνίας, θα σερφάρω τον χρόνο μου σε μια οθόνη, τη στιγμή που η ζωή η ζώσα μου βάζει ουσιαστικά απουσία.

Αν καταφέρω να ξεπεράσω την δυσκολία να ζητήσω βοήθεια, να παραδεχτώ πως έκανα το καλύτερο που μπορούσα δεδομένων των συνθηκών, ωστόσο κάτι πρέπει να αλλάξει καθώς ο χρόνος κυλά, χωρίς στην καλύτερη περίπτωση ν’  αξιοποιώ στο μέγιστο το δυναμικό μου ή στην χειρότερη υποφέροντας και δυσλειτουργώντας, ή όταν ο οργανισμός, σε μια απελπισμένη προσπάθεια ν’ ακούσω τις ανάγκες του για αλλαγή, χτυπά τα καμπανάκια των συμπτωμάτων, η ψυχοθεραπεία μπορεί να αποβεί πραγματικά σωτήρια.

Είναι μια επένδυση πολύτιμη για τον εαυτό, εκείνον, που κάθε στιγμή, από την πρώτη ανάσα μέχρι την τελευταία, μαζί του την περνώ κι ας έπαψα να βιώνω αυτές τις ανάσες συνειδητά. Ο καθένας μας αξίζει να νιώθει καλά, το δικαιούται, το οφείλει στον εαυτό του πρώτα και ακολούθως στις σημαντικές του σχέσεις. Οι οδηγίες στο αεροπλάνο για τους φροντιστές, συστήνουν να τοποθετήσουν την μάσκα οξυγόνου πρώτα στον εαυτό τους και μετά στα παιδιά που συνοδεύουν. Λιπόθυμοι, πώς να τα βοηθήσουν άλλωστε;

Κάνω γενέθλιες ευχές ξανά και ξανά, ενδεχομένως τις ίδιες, προσδοκώντας να πραγματοποιηθούν σα μάνα εξ ουρανού, χωρίς να είμαι παράλληλα διατεθειμένος να καταβάλω την ανάλογη προσπάθεια και θυσία, ενώ παράλληλα απογοητεύομαι με τη ζωή μου, που δεν είναι όπως θα την ήθελα. Με ένα μαγικό ραβδί, κάπως  να γίνει να είμαι πάντα χαρούμενος, να εργάζομαι λίγο και να αμείβομαι πολύ, να τρώω και να μην παχαίνω, να έχω γνώσεις χωρίς να διαβάζω, να με αγαπούν και να με προσέχουν χωρίς να χρειάζεται να φροντίζω για τις σχέσεις μου, να δείχνω νεότερος, ομορφότερος, καλύτερος κι ας μην είμαι. Τα κεριά σβήνουν, αυξάνονται, οι ευχές παρελαύνουν, έρχεται κάποια στιγμή όμως που δεν χωρώ άλλο να κρύβομαι πίσω από το δάχτυλό μου.  Ξέρω τι πρέπει να κάνω ή έστω τι άλλο να μην κάνω κι ας δυσκολεύεται το βόλεμα ή ο εγωισμός μου να το παραδεχτεί.

«Εδώ στου δρόμου τα μισά
έφτασε η ώρα να το πω
Άλλα είν’ εκείνα που αγαπώ
γι’ αλλού γι’ αλλού ξεκίνησα

Στ’ αληθινά στα ψεύτικα
το λέω και τ’ ομολογώ
Σαν να ‘μουν άλλος κι όχι εγώ
μες στη ζωή πορεύτηκα

Όσο κι αν κανείς προσέχει
όσο κι αν τα κυνηγά
Πάντα πάντα θα ‘ναι αργά
δεύτερη ζωή δεν έχει.»

μου ψιθυρίζει ο Ελύτης,
ενώ σιγοντάρει κι ο Σεφέρης

«Με τι καρδιά, με τι πνοή,
τι πόθους και τι πάθος
πήραμε την ζωή μας.• λάθος!
κι αλλάξαμε ζωή
»


Πώς επιλέγω να την ζήσω την μία και μοναδική ζωή μου τελικά;
Πόσο καλά νοιώθω με τον εαυτό και τα όνειρά μου και πόσο τα προδίδω καθημερινά;
Συμπεριφέρομαι λες και η ζωή μου χρωστά και μου αξίζουν δικαιωματικά τα καλύτερα,
αλλά μέσα μου πόσο πραγματικά πιστεύω πως αξίζω και τι ακριβώς;
Τι θα κάνω για αυτό; Τι θα κάνω επιτέλους για μένα;