
Πόσες φορές θεωρήσαμε ως δεδομένες κάποιες συνθήκες ή ανθρώπους, πως θα μας περιμένουν απαράλλαχτοι, σταθερά εκεί, μέχρι να καταλήξει επιτέλους σε απόφαση η σχετική αμφιθυμία, να πειστούμε πως αξίζουμε και μας επιτρέψουμε την εμπειρία, ή να έχουν προηγηθεί όλα όσα στην τάξη των απαράβατων «πρέπει» που θέτουμε, οφείλουν να έχουν τακτοποιηθεί προκειμένου να κάνουμε μετά το «θέλω» μας, πράξη;
Η Παναγία των Παρισίων κάηκε πριν προλάβουμε να γνωρίσουμε τον έρωτα που θα μας πάει ρομαντικές βόλτες στην πόλη του Φωτός, κάποιοι άνθρωποι έφυγαν είτε από κοντά μας είτε από τη ζωή πριν καταφέρουμε να πατάξουμε τον εγωισμό μας κι αρθρώσουμε «συγγνώμη», «σ’ ευχαριστώ», «σ’ αγαπώ», τα όνειρα θόλωσαν στη σκόνη μιας βιτρίνας πριν ξημερώσει η καλή εκείνη μέρα που θα τα βγάλουμε έξω για να τα χαρούμε, η μόδα που οραματιστήκαμε να ντυθούμε πέρασε πριν χωρέσουμε στο μέγεθος που ταυτίσαμε με την ομορφιά, οι ευκαιρίες προσπέρασαν πριν τολμήσουμε να τις διεκδικήσουμε ή ακόμη χειρότερα πριν πιστέψουμε πως αξίζουμε την ευτυχία που θα μας επιφύλασσαν…
Πολύ συχνά ζούμε με το βλέμμα στραμμένο στο παρελθόν, φορτωμένοι ενοχές για όσα δεν κάναμε ή κάναμε λάθος, ρίχνοντας καμιά ματιά πού και πού στο μέλλον, συνήθως όμως υπό αναβλητική αίρεση (όταν θα έχω πρώτα … τότε θα …) ή σε ευκτική (μακάρι να…), αδιαφορώντας ουσιαστικά για το παρόν, για το εδώ και τώρα, τον μόνο πραγματικό χρόνο που έχουμε στη διάθεση μας ν’ αξιοποιήσουμε.
Κοιμίζουμε τους φόβους του άγνωστου, βουλιάζουμε όλο και περισσότερο στο βαθούλωμα του βολέματος, εξαντλώντας την κίνηση της δράσης στο επικριτικό τέντωμα του δακτύλου απέναντι στον εαυτό, χωρίς να συνειδητοποιούμε πως συνεχίζουμε να κλαίμε για ένα γάλα που κάποτε χύθηκε, σπαταλώντας ωστόσο επιπρόσθετα σταγόνα τη σταγόνα την τωρινή παραγωγή, θεωρώντας δεδομένο πως η αγελάδα θα συνεχίζει να παράγει γάλα και μάλιστα εξίσου καλής ποιότητας και ποσότητας για εμάς για πάντα.
Η Παναγία των Παρισίων κάηκε και μάλιστα εκεί που δεν το περίμενε κανείς. Επεβίωσε από πολέμους κι επαναστάσεις για να καταστραφεί κατά την διάρκεια έργων αποκατάστασης της φθοράς του χρόνου πάνω της. Μέχρι που ο χρόνος για κείνη, όπως την ξέραμε, σταμάτησε. Για όσους δεν αξιώθηκαν να ζήσουν την μαγεία των σπλάχνων της, η φλόγα της λαχτάρας άλλαξε απροειδοποίητα χορευτικό ρεπερτόριο σε φλόγα καταστροφής, σβήνοντάς την αυτόματα από την λίστα του «όσα ακόμη δεν κάνω αλλά εύχομαι κάποτε να κάνω». Όμως, αν διαγράφηκε ένας στόχος από τη λίστα των «θέλω» μου και καταφέρω να συμφιλιωθώ με την ανημποριά μου να τον κρατήσω εκεί ανεξίτηλο να με περιμένει, τι γίνεται με τους υπόλοιπους; Τους αφήνω κι αυτούς να αιωρούνται ως ευχή για «όταν θα» ή βάζω ρεαλιστικούς, μετρίσιμους, συγκεκριμένους, μικρούς στόχους προκειμένου να επιδοθώ στην κατάκτησή τους; Κι αν πω πως αποφασίζω επιτέλους να το κάνω, πότε ξεκινώ; Τώρα ή πάλι όταν κάτι άλλο θα;
